- οἰωνοπόλος
- οἰωνο-πόλος, ὁ,A one busied with the flight and cries of birds, an augur, Il.1.69,6.76, A.Supp.57(lyr.) ;=Lat. augur, D.H.2.64,3.69 : as Adj.,
-πόλον γέρας Pi.Pae.4.30
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-πόλον γέρας Pi.Pae.4.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οιωνοπόλος — οἰωνοπόλος, ὁ (Α) οιωνοσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. θαλαμηπόλος, θεσμο πόλος] … Dictionary of Greek
οἰωνοπόλος — one busied with the flight and cries of birds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνοπόλοι — οἰωνοπόλος one busied with the flight and cries of birds masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνοπόλοις — οἰωνοπόλος one busied with the flight and cries of birds masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνοπόλον — οἰωνοπόλος one busied with the flight and cries of birds masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνοπόλους — οἰωνοπόλος one busied with the flight and cries of birds masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνοπόλων — οἰωνοπόλος one busied with the flight and cries of birds masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύγουρ — αὔγουρ ( ουρος και ορος), ο (Α) οιωνοπόλος, οιωνοσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. augur, με την ίδια σημασία] … Dictionary of Greek
οιωνοπολία — οἰωνοπολία, ἡ (Α) [οιωνοπόλος] οιωνοσκοπία … Dictionary of Greek
οιωνοπολώ — οἰωνοπολῶ, έω (Α) [οιωνοπόλος] προβλέπω το μέλλον παρατηρώντας τους οιωνούς … Dictionary of Greek
οιωνοσκόπος — ο (ΑΜ οἰωνοσκόπος) μάντης ο οποίος προφητεύει το μέλλον με την παρατήρηση και τη μελέτη τών οιωνών, αλλ. οιωνόμαντις, οιωνοπόλος ή οιωνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ορνιθο σκόπος] … Dictionary of Greek